- δικέρατος
- δι-κέρᾰτος, ον,A two-horned, PMag. Lond.121.757, Antig.Mir.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δικέρατος — η, ο (AM δικέρατος, ον) 1. αυτός που έχει δύο κέρατα 2. διχαλωτός 3. αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, πεταλοειδής νεοελλ. 1. (για έντομα) αυτός που έχει δύο κεραίες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ζωολ. δικέρατα έντομα με δύο κεραίες μσν. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
δικέρατον — δικέρατος two horned masc/fem acc sg δικέρατος two horned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικεράτων — δικέρατος two horned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέρατα — δικέρατος two horned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CERATIUM — nomen monetae, in LL. Georgic. et apud Cedrenum ann. 24. Leonis Isauri; quod genus ab ipsius Numae temporibus obtinuit, si Cedreno fides. Fecerunt autem Ceratia duo argentea milliarensem, qui hinc δικέρατος Scriptoribus dicitur; sicut… … Hofmann J. Lexicon universale
δίκερος — η, ο (Μ δίκερος, ον) δικέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (< δις) + κέρας (πρβλ. άκερος)] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek